- πρωτοδακτυλικός
- -ή, -ό, / πρωτοδακτυλικός, -ή, -όν, ΝΑ(στην αρχ. μετρική)1. (για μικτά μέτρα) αυτός που έχει δάκτυλο στην αρχή, δηλαδή _U U_U_U2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρωτοδακτυλικόνμικτό μέτρο τής αρχαίας μετρικής αποτελούμενο από έναν δάκτυλο ή από έναν ανάπαιστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + δάκτυλος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.